- συννεφώδης
- -ες, Ννεφελώδης, σκεπασμένος με σύννεφα, γεμάτος σύννεφα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφο. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Καιροί).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
κατσουφιάζω — 1. γίνομαι κατσούφης, γίνομαι σκυθρωπός 2. (για τον καιρό) γίνομαι συννεφώδης, σκοτεινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατσούφος (< κατηφής) + ιάζω] … Dictionary of Greek